Released: 1973
Label: Island Records
(ILPS 9230)
Producer: King Crimson
Tracklist
A1 – Larks’ Tongues In Aspic, Part 1
A2 – Book Of Saturday
A3 – Exile
B1 – Easy Money
B2 – The Talking Drum
B3 – Larks’ Tongues In Aspic, Part 2
Βρισκόμαστε
στις αρχες του 1973 και εκείνο το είδος που ονομάζουμε «δεινοσαυρικό» rock (όρος υποτιμητικός για το progressive rock, που του αποδόθηκε μετέπειτα από τους punks) είναι στην κορύφωσή του. Οι King Crimson, ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτηματα
του είδους, κυκλοφορούν από την Island
ίσως
τον καλύτερο δίσκο τους, το «Larks’ Tongues In
Aspic». Στην πραγματικότητα όλα τα κομμάτια του
δίσκου περικλείονται μεσα στο ομότιτλο instrumental κομμάτι
που σπάει σε δύο μέρη (το Part 1 ανοίγει
τον δίσκο και το Part 2 τον κλείνει).
Εξ
αρχής το Part 1 εισάγει
τον ακροατή σε κάτι τόσο μυστήριο κι επικίνδυνο που στέκεται ενεός μπρος στην πυκνότητα
των ήχων. Είναι σαν να έχουν ενωθεί όλες οι σκέψεις και οι επιδιώξεις που το συγκρότημα
έχει για τον δίσκο σε ένα και μόνο κομμάτι. Βεβαίως δεν παρατηρούμε ούτε ίχνος μετέπειτα
μελωδίας. Στέκεται όμως, το Part 1, σαν
μια προϊδέαση και κατανόηση όλων των εργαλείων που έχουν στα χέρια τους οι μουσικοί.
Δύσκολο άκουσμα (δεν το αρνείται κανείς) ακόμα και για τους μυημένους στα μυστικά
του progressive. Το Part 1 είναι
καταιγιστικό παραπομπών σε διάφορα είδη της μουσικής, από avant-garde
έως
απλή pop, και από
rock μεχρι
κλασική.
Το «Book Of Saturday» είναι το κομμάτι με το οποίο
η προηγούμενη ηχητική πυκνότητα αρχίζει να παρουσιάζεται πλέον στον ακροατή αναλυτικά
και συγκροτημένα. Ένας λυρισμός που δύναται να προέλθει μόνον από progressive διαλείμματα.
Ανάστροφες κιθάρες, γυμνή η φωνή του μπασίστα John Wetton κι ωστόσο συναισθηματική,
το βιολί υπέροχο και αέρινο συμπληρώνει το πάζλ των μελωδιών. Εξαιρετικός ο
ρομαντισμός όπως τον συνέλαβε η μπάντα.
Μα ακόμη πιο όμορφος είναι στο «Exile» που κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Ο ηλεκτρισμός εισάγεται από ένα βάθος που καλυπτόταν τόσο επιδέξια στο «Book Of Saturday». Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο από την εποχη του «Epitaph» ότι οι King Crimson μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να σκαρώσουν κομμάτια σαν το «Exile». Τούτο παραμένει ένα κλασικό για την όλη καριέρα τους, ή θα λέγαμε ότι είναι, γενικότερα, ένα ορόσημο για το είδος. Αισθάνεται κανείς ότι η σύνθεση δεν υστερεί πουθενά, ότι είναι από κάθε άποψη τέλεια (αν βεβαίως το τέλειο είναι αυτό που λέμε ότι δεν μπορείς να αφαιρέσεις ούτε να προσθέσεις κάτι. Αν τυχόν το κάνεις το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό …και ατελές). Η πρώτη πλευρά του δίσκου έκλεισε με την ανάδειξη της μελωδίας.
Μα ακόμη πιο όμορφος είναι στο «Exile» που κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Ο ηλεκτρισμός εισάγεται από ένα βάθος που καλυπτόταν τόσο επιδέξια στο «Book Of Saturday». Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο από την εποχη του «Epitaph» ότι οι King Crimson μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να σκαρώσουν κομμάτια σαν το «Exile». Τούτο παραμένει ένα κλασικό για την όλη καριέρα τους, ή θα λέγαμε ότι είναι, γενικότερα, ένα ορόσημο για το είδος. Αισθάνεται κανείς ότι η σύνθεση δεν υστερεί πουθενά, ότι είναι από κάθε άποψη τέλεια (αν βεβαίως το τέλειο είναι αυτό που λέμε ότι δεν μπορείς να αφαιρέσεις ούτε να προσθέσεις κάτι. Αν τυχόν το κάνεις το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό …και ατελές). Η πρώτη πλευρά του δίσκου έκλεισε με την ανάδειξη της μελωδίας.
Ποιά λόγια
όμως να βρεθούν ή, πιο σωστά, τί θα μπορούσε να περιγράψει αυτή τη λαίλαπα που σαρώνει
τα πάντα στο πέρασμά της με την αρχή της δεύτερης πλευρας; Το «Easy Money» στέκεται ως το πιο αναγνωρίσιμο «δεινοσαυρικό»
δείγμα της εποχής. Η ηχητική επικινδυνότητά του δύναται να ισοπεδώσει όποιον
και ό,τι του αντισταθεί. Πρόκειται για μια σύνθεση που εικονίζει πιστά το πνεύμα
του progressive
rock. Ας προσέξει ο ακροατής τη λεπτομερή δουλειά
του Bill
Bruford στα τύμπανα
(να σημειωθεί εδώ παρακαλώ ότι μιλάμε για έναν από τους μεγαλύτερους drummers στη rock ιστορια), αλλά και τον
τρόπο με τον οποίο διαλέγεται μαζί του ο Robert Fripp με την κιθάρα. Το «Easy Money» φθάνει σε σημεία υψηλά, πολύ υψηλά όμως,
τόσο που δύναται να καταγραφεί ως το χαρακτηριστικότερο του δίσκου, έχοντας
συγχρόνως την ευχέρεια να διακινείται μέσω μιας pop αισθητικής. Ως εκ τούτου
καθίσταται το πιο δημοφιλές. Το όλο ζήτημα βεβαίως μοιάζει με φάρσα (ένα progressive κομματι
ενδύεται την pop
φόρμα)
και μάλλον αυτόν τον ρόλο παίζει το σκωπτικό γέλιο που το κλείνει. Και αν ο Bruford έδειξε στο «Easy Money» δείγματα της τεχνικής του, τότε το «The Talking Drum» που ακολουθεί είναι αποκλειστικά δική του
έμπνευση (συνεπικουρεί στα άλλα κρουστά ο Jamie Muir). Ο φρενήρης ρυθμός δύναται να συγκριθεί
με έργα κάποιων krautrockers
της
ίδιας εποχής. Όταν το «The
Talking Drum» κορυφώνεται έρχεται να κλείσει τον δίσκο
το «Larks’ Tongues In Aspic, Part 2». Αυτό
δεν είναι σαν το Part 1, αυτό
είναι κατανοήσιμο και για τον πιο αμύητο ακροατή. Αλλά ως φινάλε του δίσκου δεν
αρκείται μόνον σ’ αυτό, δίνει επιπλέον νόημα στο Part 1. Τώρα μπορούμε να
αντιληφθούμε γιατί επιλέχθηκε η πρώτη φόρμα για το Part 1, και η δεύτερη για το Part 2.
Το «Larks’ Tongues
In Aspic» είναι δίσκος που όμοιός του κυκλοφορεί μια
φορά κάθε δεκαετία. Όλη η μέχρι τότε μουσική εμπειρία των King Crimson συμπυκνώνεται εδώ,
χαρίζοντάς μας ένα δύσκολο άκουσμα μεν, απολαυστικότατο δε αν το «ξεκλειδώσει»
κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου